- καπνιστοῦ
- καπνιστόςsmokedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αινίτικος — η, ο 1. αυτός που προέρχεται από την Αίνο 2. το ουδ. ως ουσ. το αινίτικο και νίτικο είδος καπνιστού ψαριού (κέφαλος), που προέρχεται από την πόλη Αίνο τής Θράκης (αλλ. λυκουρίνος). [ΕΤΥΜΟΛ. αινίτικος < εθν. Αινίτης < τοπων. Αίνος, πόλη τής… … Dictionary of Greek
λυκουρίνος — ο το λικουρίνι, δημώδης ονομασία τού καπνιστού κέφαλου τής Αίνου, πόλης τής Ανατολικής Θράκης, αλλ. νίτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λυκουρίνι* με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μπέικον — το άκλ. είδος παστού και καπνιστού χοιρινού κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bacon, λ. γερμανικής προέλευσης] … Dictionary of Greek
νίτικο — το είδος παστού καπνιστού ψαριού τού γένους μουγίλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιν ίτικο < Αίνος, πόλη τής Ανατολικής Θράκης] … Dictionary of Greek
φουμώσος — ὁ, Α είδος καπνιστού τυριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fumōsus «καπνιστός» (< fumus «καπνός»)] … Dictionary of Greek